- τζούντο
- τοάκλ. (λ. ιαπων.), είδος ιαπωνικής πάλης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τζούντο — Τεχνική αθλητικής πάλης, εθνικό άθλημα της Ιαπωνίας. Το τ. είναι έργο του Τζιγκόρο Κάνο, καθηγητή στο Τόκιο, που αφού παρακολούθησε την τεχνική του τζου τζίτσου, έθεσε τις βάσεις του νέου αθλήματος, το οποίο και δίδαξε σε ειδική σχολή που ίδρυσε… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
ζίου ζίτσου — Γενική ονομασία στην οποία περιλαμβάνονται διάφορες μέθοδοι ιαπωνικής πάλης, σχεδόν πάντοτε χωρίς όπλα, αλλά και πάντοτε χωρίς αποκλεισμό των χτυπημάτων. Κατά λέξη, ο όρος σημαίνει γλυκιά (ζίου) τέχνη (ζίτσου) ή τέχνη της ευκαμψίας. Οι ρίζες της… … Dictionary of Greek